Προβλήματα

ΜΙΑ “ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ” ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

Μια «ιδιαίτερη» προσφυγιά

της Έλενας Μπουλέτη *
.
.
Τα γεγονότα του ’74 στην Κύπρο αποτελούν μια από τις πιο τραυματικές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και ως τέτοια έχουν αναλυθεί εκτενώς. Συνέπεια των γεγονότων αυτών υπήρξε και η μαζική φυγή Ελληνοκυπρίων προς την Ελλάδα αμέσως μετά την εισβολή και έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Επρόκειτο για μια ιδιότυπη «προσφυγιά», καθώς η μετακίνηση από την Κύπρο στην Ελλάδα δεν παρουσίαζε γλωσσικά, εθνικά, πολιτιστικά ή άλλα εμπόδια για όσους το επιχείρησαν, ενώ το ελληνικό κράτος προσέφερε για ένα ικανό χρονικό διάστημα, από το ’74 και μετά, στήριξη και παροχές στους πρόσφυγες, προκειμένου να ενταχθούν όσο πιο ομαλά γινόταν στην ελληνική κοινωνία.
Η δυνατότητα και η πρόθεση του ελληνικού κράτους να υποστηρίξει τους περίπου 50.000 με 60.000 Ελληνοκυπρίους που ήρθαν τότε κατά κύματα στην Ελλάδα για σπουδές και/ή εργασία ήταν τέτοια, ώστε η ενσωμάτωση των ανθρώπων αυτών έγινε γρήγορα, καθιστώντας τους μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Έχει σημασία ότι οι διακρίσεις έναντι αυτών των προσφύγων από το ελληνικό κράτος αλλά και την κοινωνία στην συντριπτική τους πλειονότητα ήταν θετικές και τους έδωσαν τη δυνατότητα να μπουν άμεσα στην εκπαιδευτική και παραγωγική διαδικασία, να αποκατασταθούν επαγγελματικά και/ ή να δημιουργήσουν οικογένειες και ως εκ τούτου να μην επιστρέψουν, στην πλειονότητά τους στην Κύπρο, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία.
Παράλληλα, η κατάσταση του πρόσφυγα επιδιώχθηκε να διατηρηθεί γι’ αυτούς τους ανθρώπους, προκειμένου να μην αλλάξει η πληθυσμιακή σύσταση των κατεχομένων και οι διεκδικήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας που απέρρεαν από αυτήν.
Τέλος, το γεγονός ότι οι Ελληνοκύπριοι αντιμετωπίστηκαν εξαρχής ως οργανικό μέρος του «εθνικού κορμού», αλλά και ο μικρός αριθμός τους βοήθησαν στην ενσωμάτωση μεν, αλλά κατέστησαν δυσκολότερη την έρευνα και τη συλλογή αριθμητικών στοιχείων για την άφιξη και την εξέλιξη της ζωής τους στην Ελλάδα.
Μεγάλο μέρος της έρευνας αυτής, η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, βασίστηκε σε προφορικές μαρτυρίες «Κυπρίων της Ελλάδας» από διάφορα μέρη.
Για τις πληροφορίες που προσέφεραν, ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στους Γιώργο Μιχαηλίδη, μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Κυπρίων Ελλάδας (ΕΚΕ), και Λοΐζο Λοΐζο, πρόεδρο της Ένωσης Κυπρίων Προσφύγων Ελλάδας «Κύπρος 74» (ΕΚΠΕ) αντίστοιχα.
Πραξικόπημα, εισβολή, προσφυγιά
Τη 15η Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε το πραξικόπημα κατά του προέδρου Μακαρίου που είχε οργανωθεί από τη χούντα και τους Ελληνοκύπριους συνεργάτες της. Πέντε μέρες αργότερα, η Τουρκία εισέβαλε στο νησί με πρόσχημα την προάσπιση των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, καταλαμβάνοντας την περιοχή μεταξύ Κερύνειας και Λευκωσίας στο πλαίσιο της στρατιωτικής επιχείρησης «Αττίλας 1».
Στις 13 Αυγούστου, μετά την άρνηση των Ελλήνων και των Ελληνοκύπριων διαπραγματευτών να αποδεχθούν το τελεσίγραφο για μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διζωνική ή πολυζωνική ομοσπονδία, οι τουρκικές δυνάμεις προήλασαν εκ νέου και κατέλαβαν την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, την Καρπασία, συνολικά το 37% της έκτασης του νησιού («Αττίλας 2»).
Ο τελικός απολογισμός ήταν 6.000 νεκροί και αγνοούμενοι· περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν στον Νότο και, αντίστοιχα, περίπου 50.000 Τουρκοκύπριοι μεταφέρθηκαν σταδιακά στο κατεχόμενο από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειο τμήμα του νησιού.
Στην πρώτη φάση της εισβολής, περίπου 32.000 Ελληνοκύπριοι από την επαρχία Κερύνειας υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Ουσιαστικά, ένα κράτος μόλις 14 ετών έπρεπε να αντιμετωπίσει τα επίχειρα της εισβολής και της άμεσης ανθρωπιστικής κρίσης που αυτή δημιούργησε. Σε αυτή τη φάση την ανακούφιση των προσφύγων ανέλαβε το Γραφείο Ευημερίας του υπουργείου Εργασίας.
Πρόσφυγας θεωρήθηκε όποιος με την εισβολή αναγκάστηκε να χάσει το σπίτι και/ή την εργασία του και όχι όποιος απλώς καταγόταν από τις κατεχόμενες περιοχές. Οι πρώτοι πρόσφυγες, έχοντας και την πεποίθηση διαχείρισης μιας προσωρινής κατάστασης, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια συγγενών και φίλων ή σε αντίσκηνα.
Στα μέσα Αυγούστου ακολούθησαν άλλοι 160.000 πρόσφυγες από τις επαρχίες Αμμοχώστου και Λευκωσίας. Το 1/3 των Ελληνοκυπρίων βρέθηκαν χωρίς στέγη, ενώ τις πρώτες μέρες μετά τη δεύτερη εισβολή η μοιρασμένη Λευκωσία άδειαζε κάθε βράδυ από τους μόνιμους κατοίκους της, οι οποίοι επέστρεφαν ξανά το πρωί, λόγω του φόβου νέας τουρκικής προέλασης.
Ήδη από τις 18 Αυγούστου συστάθηκε ειδική υπηρεσία «Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων (ΥΜΑπΕ) με μέσα και προσωπικό από το υπουργείο Εργασίας, η οποία ήταν σε επαφή και με τα Ηνωμένα Έθνη. Ξεκίνησε η διαδικασία κατασκευής καταυλισμών ήδη από τον Ιούλιο του 1974, ενώ σε αντίσκηνα στεγάστηκαν 76.000 άτομα, με 33.000 εξ αυτών να βρίσκονται στην ύπαιθρο και 43.000 σε σχολικές αίθουσες, εκκλησίες και ημιτελή κτίρια.
Τον Σεπτέμβριο, που έγινε η πρώτη συνολική αποτίμηση του μεγέθους του προσφυγικού προβλήματος, από τους 193.576 πρόσφυγες, οι 160.997 είχαν την ανάγκη συνεχούς βοήθειας, δηλαδή καθημερινή σίτιση.
Αναφορικά με τη στέγη, σύμφωνα πάντα με την Υπηρεσία Μερίμνης, 30.000 άτομα επέστρεψαν στις κατοικίες τους που βρίσκονταν κοντά στην «πράσινη γραμμή», 93.429 κατέφυγαν προσωρινά σε σπίτια συγγενών, 51.444 σε δημόσια κτίρια και προσωρινούς καταυλισμούς, 22.217 σε ημιτελή κτίρια, 13.152 σε παραπήγματα, 16.075 στο ύπαιθρο και 4.260 σε αντίσκηνα.
Το πρώτο κύμα
Σ’ αυτή την πρώτη περίοδο της προσφυγιάς στην ίδια τους την πατρίδα, πολλοί Ελληνοκύπριοι που έχουν ήδη καταγραφεί και πιστοποιηθεί ως πρόσφυγες από την Υπηρεσία Μερίμνης, και παρά τη γενική πεποίθηση ότι η κατάσταση αυτή του εκτοπισμού είναι προσωρινή, αποφασίζουν να ταξιδέψουν για εργασία και/ ή σπουδές στο εξωτερικό. Κριτήριο για τη μετακίνηση στη Μ. Βρετανία, λόγου χάρη, ήταν αν υπήρχαν εκεί συγγενείς και φίλοι που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην προσαρμογή των πρώτων μηνών, μέχρι την εξεύρεση εργασίας και τη σταδιακή οικονομική ανεξαρτητοποίηση.
Αλλά με την Ελλάδα η κατάσταση ήταν διαφορετική και γι’ αυτό προτιμήθηκε, κατ’ αρχάς τουλάχιστον, ως προορισμός από πολλούς Ελληνοκυπρίους − κυρίως νέους φοιτητές. Από τις συνεντεύξεις Ελληνοκυπρίων που ήρθαν εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα και τα περιοδικά που εκδόθηκαν από την παροικία και τους Συλλόγους Κυπρίων ανά τη χώρα, προκύπτουν αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για το προφίλ του Ελληνοκύπριου «πρόσφυγα» στην Ελλάδα.
Μια ειδική καταγεγραμμένη περίπτωση αποτέλεσαν τα 415 παιδιά που ταξίδεψαν μόνα και ασυνόδευτα από την Κύπρο, προκειμένου να φιλοξενηθούν σε οικοτροφείο στην Ελλάδα. Μετά από γραπτό αίτημα του μητροπολίτη Ηλείας Αθανάσιου προς το υπουργείο Παιδείας της Κύπρου, ότι προσφέρεται να φιλοξενήσει έως και 500 παιδιά σε διαθέσιμες εγκαταστάσεις στο Οικοτροφείο Φιλοθέη στην περιοχή του Πύργου, το πλοίο «Πάτρα» με 415 παιδιά ηλικίας από 6 έως και 17 ετών απέπλευσε από τη Λάρνακα με προορισμό τον Πειραιά.
Μαρτυρίες όσων ταξίδεψαν τότε ως παιδιά αναφέρουν ότι η οργάνωση του ταξιδιού ήταν πρόχειρη (έγινε τρεις φορές καταμέτρησή τους πάνω στο πλοίο και βρισκόταν διαφορετικό νούμερο κάθε φορά, ενώ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού το πλοίο παρενοχλούνταν από τα τουρκικά αεροσκάφη, σε σημείο που ένας αξιωματικός πρότεινε να ανεβάσουν τους επιβάτες πάνω στο κατάστρωμα προκειμένου να δουν τα αεροπλάνα ότι πρόκειται για παιδιά και να μην τα βομβαρδίσουν), αλλά τα ίδια, αν και ασυνόδευτα, ένιωθαν ότι ταξίδευαν προς την ασφάλεια, μια και η Κύπρος είχε ταυτιστεί μέσα τους με τον κίνδυνο.
Στον Πειραιά επιβιβάστηκαν σε λεωφορεία για τον Πύργο και η θερμή υποδοχή που τους επιφύλαξαν οι κάτοικοι της περιοχής, με δώρα, γλυκά και αγκαλιές, τους προσέφερε μια πρώτη παρηγοριά.
Οι φοιτητές
Η συντριπτική πλειονότητα των νέων Ελληνοκυπρίων που μετοίκησαν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο έκανε χρήση της δυνατότητας που υπήρχε και πριν από το 1974 για τους Ελληνοκυπρίους να σπουδάζουν στα ελληνικά πανεπιστήμια χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις. Έως τότε λίγα άτομα έκαναν χρήση της ευνοϊκής αυτής ρύθμισης, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε πανεπιστήμιο στο νησί, για διάφορους λόγους.
Συχνά οι Ελληνοκύπριοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα σπουδών στο εξωτερικό για τα παιδιά τους προτιμούσαν σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία, επειδή η κυπριακή νομοθετική και εκπαιδευτική διαδικασία ακολουθούσε τη βρετανική σε κάποια επαγγέλματα (λ.χ. πολιτικοί μηχανικοί). Καλοί μαθητές με περιορισμένα οικονομικά μέσα διαγκωνίζονταν πάλι για μια θέση στην τριετούς φοιτήσεως Ακαδημία Επιστημών της Αγωγής (δασκάλων), τη μόνη που υπήρχε στη Λευκωσία, καθώς αυτή παρείχε τροφεία για τους σπουδαστές της, άμεσο διορισμό με την αποφοίτηση και καλό μισθό για τα δεδομένα της εποχής.
Μετά το 1974 και έως το 1980 περίπου, η ελληνική πολιτεία προσφέρει σε όλους τους Κύπριους φοιτητές, εκτός από την άνευ εξετάσεων εισαγωγή στο πανεπιστήμιο (εκτός από λίγες, περιζήτητες σχολές, όπου υπήρχε σημαντική ποσόστωση), διαμονή κατά προτεραιότητα στις φοιτητικές εστίες, δωρεάν σίτιση στις φοιτητικές λέσχες, δωρεάν μετακίνηση με όλα τα μαζικά μέσα μεταφοράς πανελλαδικά, ατέλεια στην απόκτηση αυτοκινήτου και επιδότηση στη βενζίνη.
Η πρόνοια αυτή δεν διαχώριζε πρόσφυγες ή μη, αλλά απευθυνόταν σε όλους τους Κύπριους. Από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών δινόταν επίσης μια εφάπαξ ενίσχυση με δελτίο σε ρούχα, τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Ως εξαίρεση, μέσω της Νομαρχίας Αθηνών, δινόταν χρηματικό επίδομα κάθε τρεις μήνες μόνο σε όσους είχαν προσφυγική ταυτότητα και ανάλογα και με το οικογενειακό τους εισόδημα, με ονομαστικές λίστες που είχαν σταλεί από την Κύπρο.
Το σοκ του εκτοπισμού και της προσφυγιάς για τους πρόσφυγες -και παρά την πεποίθηση της προσωρινής κατάστασης- διαδέχθηκε η αγωνία για τον βιοπορισμό και την επόμενη μέρα, μια και οι εκτοπισθέντες δεν απώλεσαν μόνο τις κατοικίες τους αλλά και τα μέσα βιοπορισμού τους. Άνθρωποι που είχαν χάσει τη γη τους, τα οικόπεδα, τα κτήματα και τις εστίες τους δεν ήταν σε θέση να παρέχουν μια διάδοχη κατάσταση για τα παιδιά τους στη γη που κατείχαν και τη δουλειά που έκαναν μέχρι πρότινος. Οπότε περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν προκρίνεται η λύση των σπουδών ως μόνος δρόμος για επαγγελματική αποκατάσταση για τους νέους Ελληνοκυπρίους.
Επίσης, η πανεπιστημιακή μόρφωση συνιστούσε μια επαγγελματική κατάρτιση που μπορούσε να είναι μέσο βιοπορισμού και εκτός Κύπρου, επαγγελματική ευελιξία που θεωρήθηκε ακόμη πιο χρήσιμη λόγω της γενικής αβεβαιότητας.
Πέραν αυτού, σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία οι νέοι όφειλαν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία στα 18 τους χρόνια και πριν από τις σπουδές τους, αν επέλεγαν να κάνουν. Πριν καταταγούν στον στρατό, συνήθως εγγράφονταν και στην πανεπιστημιακή σχολή που θα παρακολουθούσαν στη συνέχεια.
Έτσι, πολλοί νέοι Ελληνοκύπριοι που το 1974 υπηρετούσαν στην Εθνοφρουρά είχαν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στο εξωτερικό μόνο αν προσκόμιζαν βεβαίωση εγγραφής από κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο. Με αυτόν τον τρόπο, πολλοί νέοι ταξιδεύουν τότε στην Ελλάδα, προκειμένου να σπουδάσουν και να εργαστούν και, κυρίως, να ξεφύγουν από το αδιέξοδο της προσφυγιάς στην Κύπρο.
Η έλλειψη ιδιαίτερων εμποδίων για τη μετακίνηση αυτή κάνει το ταξίδι εφικτό για πολλούς νέους και νέες, ιδιαίτερα αν υπήρχε κάποιο συγγενικό ή φιλικό σπίτι για φιλοξενία, για το πρώτο διάστημα προσαρμογής, ενώ σε ένα 20% του συνόλου των φοιτητών που ήρθαν ακολούθησε στη συνέχεια και η υπόλοιπη οικογένεια (γονείς, αδέλφια κτλ). Από την εξέγερση του 1931 και το κάψιμο του κυβερνείου στην Κύπρο, αρκετοί Ελληνοκύπριοι είχαν εξοριστεί και στην Ελλάδα είχε δημιουργηθεί από τότε μια μικρή κυπριακή παροικία, περίπου 5.000 ατόμων.
Επίσης, από τη δεκαετία του 1960 υπήρχε ειδική νομοθετική διάταξη για τους Ελληνοκυπρίους (ΦΕΚ 1958/Α/128, Ν.Δ. 3832 της 23/8/1958), βάσει της οποίας ως ομογενείς είχαν τα ίδια δικαιώματα στην Ελλάδα με τους Έλληνες πολίτες, εκτός του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Ωστόσο η αντιμετώπιση των Ελληνοκυπρίων ως μέρος του «εθνικού κορμού», εκτός από τα θετικά της στοιχεία, είχε και το αρνητικό ότι δεν προέβλεψε ξεχωριστή και συνολική καταγραφή των ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα το 1974, οι οποίοι από τα στοιχεία των συλλόγων της παροικίας υπολογίζονται περίπου στα 50.000 με 60.000 άτομα, τα οποία στη συντριπτική τους πλειονότητα κατέφυγαν στις μεγάλες πόλεις όπου υπήρχαν οι σχολές που είχαν επιλέξει, κυρίως Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Στην Αθήνα έμειναν πέριξ των πανεπιστημίων σε περιοχές όπως οι Αμπελόκηποι, του Ζωγράφου και του Γουδή. Οι παροχές βοήθησαν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, ενώ η επαγγελματική ένταξη στην ελληνική κοινωνία ήρθε σχετικά γρήγορα, με αυτοαπασχόληση και κυρίως απορρόφηση από το Δημόσιο αμέσως μετά την κτήση του πανεπιστημιακού τους τίτλου.
Έχει ενδιαφέρον επίσης να σημειωθεί ότι το ελληνικό Δημόσιο αποδέχθηκε όλους τους τίτλους σπουδών από την Κύπρο ως ισότιμους με τους ελληνικούς, προχωρώντας στην άμεση πρόσληψη των πτυχιούχων (π.χ. δασκάλων) που έρχονταν από εκεί. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί μπόρεσαν να ορθοποδήσουν και να γίνουν παραγωγικοί στον μικρότερο δυνατό χρόνο, βοηθώντας τους εαυτούς τους, τις οικογένειές τους αλλά και την Κύπρο, αφού, μην κάνοντας οι ίδιοι χρήση των προσφυγικών παροχών που δίνονταν εκεί, υπήρχε η δυνατότητα αυτές να διατηρηθούν και να ενισχυθούν για τους εναπομείναντες στο νησί πρόσφυγες.
Στην ίδια την Κύπρο, όταν φάνηκε πια πως η διχοτόμηση του νησιού και η προσφυγιά δεν ήταν παροδικά φαινόμενα, είχε πάλι ενταθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των κατοίκων των νότιων περιοχών του νησιού και των προσφύγων που αγωνίζονταν να κάνουν μια νέα αρχή στον Νότο. Είναι γνωστό το ανέκδοτο (κοινός τόπος -δυστυχώς- σε περιπτώσεις προσφυγιάς): «φάε, παιδί μου, το φαΐ σου, μη σου το φάει ο πρόσφυγας».
Ιθαγένεια μετ’ εμποδίων
Με το πέρασμα του χρόνου, η πεποίθηση περί προσωρινότητας της κατάστασης του πρόσφυγα και της διχοτόμησης του νησιού παρήλθε, ενώ η κατάσταση στο ελεύθερο τμήμα του νησιού εξομαλύνθηκε.
Πολλοί Κύπριοι τότε, που σταδιοδρομούσαν ήδη στην Ελλάδα, επέλεξαν να επιστρέψουν στο νησί (περίπου ένα 20% των αρχικών αφίξεων του 1974). Ωστόσο, η ενσωμάτωση ήταν τέτοια (οι περισσότεροι σταδιοδρομούσαν και/ή είχαν ξεκινήσει τις οικογένειές τους στην Ελλάδα) ώστε έκανε την παλιννόστηση στην Κύπρο ευκαιριακή.
Επιπλέον, η ροή των Κύπριων φοιτητών προς την Ελλάδα δεν σταμάτησε − απλά μειώθηκε από το 1976-1977 και μετά.
Οι αριθμοί όσων παρέμεναν στην Ελλάδα και μετά το πέρας των σπουδών τους μειώθηκαν αρκετά από το 1980 και μετά, όταν οι παροχές προς τους Κύπριους από το ελληνικό κράτος σταδιακά περικόπηκαν.
Για την ιδιότυπη θέση των Ελληνοκύπριων προσφύγων στην Ελλάδα ενδεικτική είναι και η συμφωνία Κυπριανού – Παπανδρέου (με πρωτοβουλία του πρώτου) για τη μη χορήγηση ελληνικής υπηκοότητας σε Ελληνοκυπρίους, αν και οι δύο χώρες επέτρεπαν τη διπλή υπηκοότητα, προκειμένου να μην αλλοιωθεί ο δημογραφικός χαρακτήρας της κατεχόμενης Κύπρου. Ο Κυπριανού ήταν ο τελευταίος των Κύπριων προέδρων που επέμεινε στη θέση αυτή.
Έτσι όμως οι Ελληνοκύπριοι παρέμεναν σε μια μετέωρη κατάσταση, διατηρώντας το στάτους του πρόσφυγα για χρόνια, χωρίς δικαίωμα ψήφου στη χώρα κατοικίας τους αλλά ούτε και στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι πολιτικά ήταν ιδιαιτέρως ενεργοί. Αυτό συνέβαινε γιατί στην Κύπρο υπήρχε νόμος που επέτρεπε στους Κύπριους υπηκόους να ψηφίσουν μόνο εφόσον κατοικούσαν στο νησί τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προκήρυξη των εκλογών.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε -για όσους το επιθυμούσαν- μόλις το 1990, μετά από έντονα διαβήματα της παροικίας στην κυπριακή και την ελληνική κυβέρνηση, οπότε περίπου 15.000 Ελληνοκύπριοι που ζούσαν μόνιμα στην Ελλάδα έλαβαν σταδιακά και την ελληνική υπηκοότητα.
Στο επισυναπτόμενο έγγραφο, επιβεβαιώνεται η συμφωνία μεταξύ των υπουργών Εσωτερικών Κύπρου (Χριστόδουλος Βενιαμίν) και Ελλάδας (Σωτήρης Κούβελας), προκειμένου να δοθεί η ελληνική υπηκοότητα στους Κύπριους πολίτες που διαβιούσαν στην Ελλάδα για δέκα συναπτά έτη, χωρίς να προσμετρώνται τα έτη σπουδών τους στην περίπτωση που σπούδασαν στην Ελλάδα.
Μια ιδιότυπη «μη ετερότητα»
Δίνοντας τον τόνο και στην κοινωνία, το ελληνικό κράτος στήριξε συνολικά τους Κύπριους που ήρθαν στην Ελλάδα, ταυτίζοντας τον Κύπριο με τον πρόσφυγα ως φορέα της κυπριακής τραγωδίας. Η έλλειψη διάκρισης σε πρόσφυγες και μη δημιούργησε ωστόσο ένα αίσθημα αδικίας στους πρώτους, οι οποίοι θεώρησαν πως οι μη πρόσφυγες συμπατριώτες τους καρπώθηκαν οφέλη πάνω στη δική τους δυστυχία.
Η ελληνική κοινή γνώμη -ιδιαίτερα στην Αθήνα- μετά από ένα πρώτο διάστημα δυσανασχέτησε λόγω των συγκεκριμένων παροχών που φάνηκε να δίνονται αθρόα και άκριτα. Τέλος, οι διανεμόμενες παροχές σε ολοένα και περισσότερα άτομα είχαν ως αποτέλεσμα την πρόωρη περικοπή ορισμένων από αυτές, σταδιακά περίπου από το 1980 και μετά.
Έχει σημασία να τονίσουμε ότι οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες στην Ελλάδα (και γενικότερα όσοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό) διαχρονικά δεν δικαιούνταν και δεν έλαβαν κανενός είδους αρωγή από το κυπριακό κράτος. Αν και τα πρώτα χρόνια η απόφαση αυτή έγινε αποδεκτή λόγω των αυξημένων αναγκών και ελλείψεων που υπήρχαν στην Κύπρο, με την πάροδο του χρόνου (και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’90 και μετά, όταν έγινε αισθητή η οικονομική ανάπτυξη στο νησί και η κρατική αρωγή προς τους πρόσφυγες ήταν σημαντική και συστηματική) εκφράστηκαν και τα πρώτα παράπονα από απόδημους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες «ότι η ισοτιμία τους, ως Κύπριοι πολίτες και ως πρόσφυγες, είναι δεύτερης κατηγορίας».
Πέραν του οικονομικού, σταθερό αίτημα προς το κυπριακό κράτος ήταν και παραμένει το δικαίωμα ψήφου για όσους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες επέλεξαν να μην πολιτογραφηθούν στην Ελλάδα. Οι σύλλογοι της παροικίας αναφέρονται ιδιαίτερα στα κρίσιμα δημοψηφίσματα για τη λύση του Κυπριακού στα οποία οι ίδιοι δεν είχαν λόγο και δικαίωμα ψήφου. (Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα αιτήματά τους προς την Κυπριακή Δημοκρατία βλέπε το «Υπόμνηματης ΕΚΠΕ στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου για τα προβλήματα των αποδήμων» – https://drive.google.com/file/d/1rLanLq-kV7v8_IfivkoPWUpiqhrRe6pu/view)
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι, για τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, οι Ελληνοκύπριοι που ήρθαν στην Ελλάδα απεικόνισαν με τον πιο άμεσο τρόπο την κυπριακή τραγωδία και για ένα μεγάλο διάστημα προσωποποίησαν την αγανάκτηση του ελληνικού λαού για τη στάση της χούντας των συνταγματαρχών στο Κυπριακό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι και η κυπριακή παροικία στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά το 1974, οπότε και ενισχύθηκε αριθμητικά, αφού ξεπέρασε τα αρχικά ζητήματα βιοπορισμού της, συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας συμβάλλοντας στις πολιτικές εξελίξεις της Μεταπολίτευσης, ιδιαίτερα μέσα από το φοιτητικό κίνημα· χωρίς, ωστόσο, να διαθέτει για χρόνια δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι, τουλάχιστον έως να δοθεί από το ελληνικό κράτος η δυνατότητα της επιλογής για πολιτογράφηση στην Ελλάδα.
Ουσιαστικά, η ανάγκη για τη διατήρηση του προσφυγικού status των ανθρώπων αυτών, προκειμένου να μην τροποποιηθεί ο αριθμός των προσφύγων και συνακόλουθα η διαπραγμάτευση στη βάση των πληθυσμιακών μεγεθών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων των κατεχόμενων, είχε ως συνέπεια οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες στην Ελλάδα να βρεθούν για χρόνια σε ένα μεταίχμιο· μεταίχμιο που τους έδινε από τη μια πλευρά έναν πολύ σημαντικό συλλογικό πολιτικό ρόλο, αλλά από την άλλη δεν τους επέτρεπε να δράσουν ως αυτόνομα πολιτικά όντα.
Η κυπριακή προσφυγιά του 1974 στην Ελλάδα υπήρξε λοιπόν μια «ιδιαίτερη» προσφυγιά από άποψη χαρακτηριστικών. Σίγουρα δεν διάθετε το αρνητικό φορτίο της ετερότητας που υπάρχει συχνά στους πρόσφυγες, ωστόσο έφερε όλο το συμβολικό -και ουσιαστικό- φορτίο της τραγωδίας και του αποχωρισμού, μιας τραγωδίας μάλιστα για την οποία η κοινωνία υποδοχής είχε και γνώση και άποψη.
* διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

 

ΝΕΑ

εγγραφή