«Και οι ψυχές τους ολοένα κυμάτιζαν»
Υπότιτλος:
‘Τέσσερα χρονογραφήματα και μια ιστορία για τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου’
Το βιβλίο αναπτύσσεται σε τρεις ενότητες με μια σειρά διηγημάτων. Η πρώτη ενότητα αποτελεί μια πολιτική «γεωγραφία» για την Αριστερά, όπως τη γνώρισαν οι Έλληνες. Είναι αφηγήσεις αληθινών ιστοριών από τα Δεκεμβριανά ακόμη, τη Βάρκιζα και τη Μακρόνησο, τις ποινές θανάτου και τα βασανιστήρια, έως την πιο πρόσφατη εικόνα ενός κομμουνιστή.
Στη δεύτερη ενότητα οι εικόνες είναι καταιγιστικές. Πρόκειται για μικρές αφηγήσεις οι οποίες κινούνται στο άρμα του προσωπικού χρόνου του συγγραφέα. Είναι πραγματικές ιστορίες -δεν είναι βιογραφία- ωστόσο είναι βιωματικές και δίνουν αφορμές για να ειπωθούν και πιο δύσκολα πράγματα από μια απλή εμπειρία.
Η τελευταία ενότητα αφορά την Κύπρο. Ο συγγραφέας επισκέπτεται τους τόπους του βόρειου κατεχόμενου τμήματος του νησιού. Πονά τον τόπο με έναν παράδοξο, βαθύ τρόπο. Οι περιγραφές βαθαίνουν, είναι νωπές από αίσθημα και δονούν τον ειρμό του συγγραφέα. Βάζει σημάδια τις λεπτομέρειες στην αφήγηση, βρίσκει ίχνη παντού και μας μιλά για τούτο και μόνο.
Βιογραφικό:
Ο Χρήστος Φιλίππου γεννήθηκε το 1972 στο Χαλάνδρι και μεγάλωσε στο Ίλιον, στην πόλη της Αθήνας. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Πάτρα στο Τμήμα των Πολιτικών Μηχανικών. Εργάστηκε τρία χρόνια ως μηχανικός και σύντομα ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη γραφή.
Ξεκινά τις πρώτες του αναζητήσεις και πειραματισμούς με τη γραφή το 2003. Παράλληλα με τη δημοσιογραφία, αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στην ελεύθερη συγγραφή μικρών αφηγημάτων. Κάπου-κάπου πλάθει τους δικούς του μύθους. Άλλοτε αναμετριέται με αληθινούς θρύλους, ανθρώπους που σημάδεψαν με τον βίο τους την Ιστορία του τόπου. Ωστόσο, αυτή η συλλογή με διηγήματα είναι το πρώτο του βιβλίο. Το υλικό του χρονολογείται από το 2011.
Το 2010 ταξίδεψε στην Κύπρο, όπου έζησε στη Λευκωσία δύο χρόνια. Ταξίδεψε στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου καταγράφοντας σε μικρά αφηγήματα την εμπειρία του, η οποία και θα τον επηρεάσει πάρα πολύ. Το 2013 επέστρεψε στην Αθήνα. Από τότε ξεκινά να στέλνει ανταποκρίσεις και να δημοσιεύει συνεντεύξεις στην κυπριακή «Χαραυγή».
‘Στη Ζώδια η ζωή είναι άλλη’
ΣΤΗ ΖΩΔΙΑ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΗ. Είναι της δημοσιάς ο δρόμος στενός, είναι που τα καφενεία του στενάζουν των αντρών του και μόνο το μαράζι, είναι που οι όψεις των σπιτιών του είναι σκοτεινές σχεδόν και το φως τους το στέλνουν απ’ τα ψηλά τους παραθύρια μονάχα, είναι το κουφάρι μιας εκκλησιάς στις παρυφές του. Είναι αλλιώς στη Ζώδια…
Όταν κατέβηκα από το αυτοκίνητο της φίλης μου μια μπάλα σταμάτησε στα πόδια μου. Άνοιξα λίγο το βλέμμα και γύρισα την πλάτη μου να δω τι συμβαίνει. Δύο παιδιά μόνα μού έκαναν νεύματα για να την στείλω πίσω, εκεί μέσα στο γήπεδο με τα αυτοσχέδια γκολπόστ δίπλα στην εκκλησία στη στροφή του δρόμου, δίχως γραμμές, χωμάτινο με μικρές λακκούβες και αγριόχορτα στο πέρας του. Η θλίψη είναι οριακή καμιά φορά, μη αναστρέψιμη, ή βουτάς μέσα της ή ξεχαρβαλώνεσαι. Έστησα την μπάλα στα δυόμισι μέτρα και την έστειλα στα τριάντα μέτρα σχεδόν με απαράμιλλη τεχνική. Και ενθουσιάστηκα, μα περισσότερο η φίλη μου η οποία θαύμαζε για κάμποσα λεπτά το ιδιαίτερο ταλέντο μου. Έφυγα βιαστικά από κει. Κάτι δεν μόνιαζε μέσα μου και γινόταν αβάσταχτο.
Μια φωτεινή ταμπέλα -η μοναδική ίσως- που διαφήμιζε την πιο διάσημη τουρκική μπίρα μάς έστειλε στην ταβέρνα του χωριού. Καθίσαμε στην αυλή της και λίγα μόλις λεπτά μετά μας μίλησε σε άψογα ελληνικά ένας Τουρκοκύπριος για να δει τι συμβαίνει, τι ζητούσαμε δηλαδή. Ένας άντρας ψηλός, φρεσκοξυρισμένος με μουστάκι και γυαλιά μυωπίας, με σιδερωμένο ρούχο και λευκά μαλλιά, αποκρινόταν στα ελληνικά με καταλήξεις σωστές, ακριβείς, διατηρώντας ακόμα και τις αυξήσεις της γλώσσας. Πριν χαιρετηθούμε για να φύγει, είχε ξεκαθαρίσει με της ταβέρνας το αφεντικό τι φαγητό θα μας έφερνε. Μας σέρβιραν οι δυο γιοι του ιδιοκτήτη, απλώνοντας στο τραπέζι μας καινούργιο σερβίτσιο. Τα μαχαιροπίρουνα γυάλιζαν και τα πιάτα μικρά, μεγάλα, όλα ήταν του κουτιού. Οι στάμπες στο καθένα απ’ αυτά ήταν μεγάλα, ανοιχτά, κόκκινα τριαντάφυλλα. Το χέρι τού ενός περισσότερο νεαρού έτρεμε όποτε άφηνε κάτι στο τραπέζι μας. Στην αρχή ίσως περισσότερο. Μα και μετά όταν αρχίσαμε να τρώμε, κρατούσε μια μικρή -σταθερή όμως- απόσταση σωματική και έσφιγγε ανεπαίσθητα τα χέρια του.
Αμέσως μετά το φαγητό σηκώθηκα από την καρέκλα μου και έριξα λίγο νερό στα χέρια και το πρόσωπο. Έκανα ένα – δυο βήματα τυχαία μέχρι ν’ ακούσω ξανά να με καλούν στα ελληνικά. Μιλούσε κυπριακή διάλεκτο, ήταν ένας άντρας γύρω στα εξήντα πέντε του χρόνια, Τουρκοκύπριος, αγρότης του βορρά. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάφο πριν τη διχοτόμηση του νησιού. Ζήτησε να καθίσω στο τραπέζι του για να κεράσει μία μπίρα. Μόνο εμένα όμως θα κερνούσε, κανέναν άλλο. Κι έτσι όπως κρατούν τα παιδιά τους από το χέρι, με πήρε από κοντά και σχεδόν μου ψιθύρισε εκείνο που δεν τόλμησα ποτέ να πω: «Αυτή τη γλώσσα», είπε, δείχνοντας με ένταση την καρδιά του, «την ξέρουν καλά όλοι! Και οι Έλληνες και οι Τούρκοι, και Άραβες και Εγγλέζοι…»
Και τι να πω; Έτσι κι αλλιώς το ξέρεις και συ, το ξέρω κι εγώ και κείνοι. Και να κόψεις τις κλάψες και τους παλικαρισμούς. Και να ζεις την αλήθεια γενναία. Εκεί στην κόψη της. Άιντε, και καλή αντάμωση!