Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ
Που τον τζαιρόν που φύαμεν ,εμείς, που το χωρκό μας,
τζι΄ αφήκαμε τα σπίθκια μας, τους τάφους των γονιών μας,
δουλεύκουμεν σαν τους πελλούς σε ξένου πάντα κτήμα,
τζιαί κουβαλεί μας στο γιαλό, σαν τους φελλούς το τζύμμα.
Ούλλοι εσκορπιστήκαμε που χρόνον τον πρώτον,
που δύσην ως ανατολή τζαι που βορκάν ως νότο.
Ούλλοι αρνηθήκαν μας μονότοπα να πάμε,
οι χωρκανοί ναν’ δίπλα μας, να χτίσουμε τα σπίθκια μας,
ούλοι μας να δουλεύκουμε, νάκον ψωμί να φάμε.
Τώρα που πεθανίσκουμεν, θάβκουν μας όπου βρούνε,
άλλον στη Σκάλα θάβκουν τον, τζαί άλλον στη Λευκωσία,
άλλους τους θάβκουν στα χωρκά τζαι άλλους στην Αγγλία,
μα εμείς θέλουμεν στον Βορκά, έσσω μας να θαφτούμε.
Η προσφυγιά είναι κακό περίτου που τον χάρο
εν μου αρέσκει πουθενά, το σκέφτομαι αλλά ξανά,
άμα θα φύω απ΄τη ζωή, χωρίς να βκάλω πολοή,
μια χούφτα χώμα του χωρκού μιτά μου εν να πάρω.
Λοίζος Λοίζος